αιναρέτης

αιναρέτης
αἰναρέτης, ο (Α)
ο αινός κατά την αρετή, ο πολύ γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ἀρετή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰναρέτης — terribly brave masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέται — αἰναρέτης terribly brave masc nom/voc pl αἰναρέτᾱͅ , αἰναρέτης terribly brave masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέτη — αἰναρέτης terribly brave masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέτην — αἰναρέτης terribly brave masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέτου — αἰναρέτης terribly brave masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέτα — αἰναρέτᾱ , αἰναρέτης terribly brave masc nom/voc/acc dual αἰναρέτης terribly brave masc voc sg αἰναρέτᾱ , αἰναρέτης terribly brave masc gen sg (doric aeolic) αἰναρέτης terribly brave masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰναρέτας — αἰναρέτᾱς , αἰναρέτης terribly brave masc acc pl αἰναρέτᾱς , αἰναρέτης terribly brave masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”